- τυροποιός
- ο, ΝΑτυροκόμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυροποιός — cheese maker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυροποιῷ — τυροποιός cheese maker masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυροποιόν — τυροποιός cheese maker masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ARISTOMENES — I. ARISTOMENES Atheniensis Comicus, inter secundos antiquae Comoediae, floruit Olymp. 88. Cognomentum habuit θυροποιὸς, i. e. ianuarum fabricator, ut est apud Suidam, ubi aliqui malunt, τυροποιὸς, caseum conficiens. II. ARISTOMENES Messenius,… … Hofmann J. Lexicon universale
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
τυρευτήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. αυτός που παρασκευάζει τυρί, τυροποιός 2. προσωνυμία τού Ερμού ως θεού τών ποιμένων και ως δότη τού κατσικήσιου τυριού («Ἑρμᾷ τυρευτῆρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρεύω + επίθημα τήρ* (πρβλ. βουλευ τήρ)] … Dictionary of Greek
τυροποιία — η, Ν [τυροποιός] τυροκομία … Dictionary of Greek
τυροποιϊκός — ή, όν, Α [τυροποιός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τυροποιία … Dictionary of Greek
τυροποιώ — έω, Α [τυροποιός] τυροκομώ … Dictionary of Greek
τυρός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.). Ο οικισμός Τυρός. * * * ο, ΝΜΑ το τυρί νεοελλ. φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού» α) κατά το επιδόρπιο β) συνεκδ.… … Dictionary of Greek